Quantcast
Channel: Antifa LIVE
Viewing all articles
Browse latest Browse all 726

ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟΥ Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ

$
0
0

κουράδα (η) (!) περίττωμα, αποπάτημα ΣΥΝ (!) σκατό. Επίσης κουράδι (το). - (υποκ.) κουραδάκι (το).
[ ΕΤΥΜ. < μεσν. κουράδιον < σκωράδιον, υποκ. του αρχ. σκωρ (βλ.  κ. σκουριά) ].

κουράδας (ο). κουράδω (η) (λαϊκ. - υβριστ.) άνθρωπος δείλος, τιποτένιος.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 726